ἀναπλήσω

ἀναπλοκή

ἀνάπλοος-ους
ἀναπλοκή, ῆς ()
1 entrelacement, Philstr. 240 ||
2 roulade de notes en montant, p. opp. à καταπλοκή, Ptol. Harm. 2, 12.
Étym. ἀναπλέκω.