ἀναπλήσσω

ἀναπληστικός

ἀναπλήσω
ἀναπληστικός, ή, όν :
1 propre à remplir, Arstt. P.A. 2, 3, 2 ||
2 propre à infecter, Arstt. Probl. 25, 12.
Étym. ἀναπίμπλημι.