ἀναπλωτάζω

ἀναπλώω

ἀναπνείω
ἀνα·πλώω, ion. c. ἀναπλέω, Hdt. 1, 78 ; 2, 97, etc. ; A. Rh. 1, 905 ; Opp. H. 1, 343, etc.