ἀναποϐλέπω

ἀναπόϐλητος

ἀναπόγραφος
ἀν·απόϐλητος, ος, ον, qu’on ne peut perdre, Sext. P. 3, 238 ; Clém. 859.
Étym. ἀν-, ἀποϐάλλω.