ἀναποδισμός

ἀναπόδοτος

ἀναποδόω-ῶ
ἀν·απόδοτος, ος, ον :
1 non rendu, Arstt. Top. 4, 4, 11 ||
2 c. ἀνταπόδοτος, Sch.-Ar. Av. 7, Ran. 1285.
Étym. ἀν-, ἀποδίδωμι.