ἀναποδόω-ῶ

ἀναπόδραστος

ἀναποιέω-ῶ
ἀν·απόδραστος, ος, ον, inévitable, Arstt. Mund. 7, 5 ; Plut. M. 166e.
Étym. ἀν-, ἀποδιδράσκω.