ἀνάποινος

ἀναπόκριτος

ἀναποκρίτως
ἀν·απόκριτος, ος, ον []
1 qui n’obtient pas de réponse, Pol. 4, 34, 1 ; 23, 10, 13 ||
2 qui ne répond pas, Pol. 8, 23, 6.
Étym. ἀν-, ἀποκρίνομαι.