ἀναπολίζω

ἀναπολόγητος

ἀναπόλυτος
ἀν·απολόγητος, ος, ον :
1 sans excuse, Pol. 12, 21, 10 ; 29, 4, 5 ||
2 sans s’être défendu (en justice) DH. 7, 46.
Étym. ἀν-, ἀπολογέομαι.