Ἄναπος

ἀναπόσϐεστος

ἀναπόσπαστος
ἀν·απόσϐεστος, ος, ον, inextinguible, Hécat. (Jos. c. Ap. 1, 23).
Étym. ἀν-, ἀποσϐέννυμι.