ἀναποσπάστως

ἀναπόστατος

ἀναπόστρεπτος
ἀν·απόστατος, ος, ον [τᾰ] de qui ou de quoi l’on ne peut se dégager, Plut. M. 166e.
Étym. ἀν-, ἀφίστημι.