ἀνάπτωσις

ἀναπυνθάνομαι

ἀναπυρίζω
ἀνα·πυνθάνομαι (f. -πεύσομαι, ao. 2 ἀνεπυθόμην) s’informer de : τι, Hdt. 6, 128 ; ou περί τινος, Plat. Hipp. mi. 363b, de qqe ch. ; τινός τι, Ar. Pax 693, de qqe ch. auprès de qqn ; avec un part. ἀν. τὸν ποιήσαντα, Hdt. 8, 90, s’informer de celui qui a fait, etc.