ἀναπυρόω-ῶ

ἀνάπυστος

ἀναπυτίζω
ἀνάπυστος, ος, ον, bien connu, notoire, Od. 11, 274 ; Hdt. 6, 64 et 66 ; 9, 109, etc.
Étym. ἀναπυνθάνομαι.