ἄναρχος

ἀναρχοφωτόμυστος

ἀνάρχων
ἀναρχο·φωτό·μυστος, ος, ον, qui brille d’une lumière éternelle et mystérieuse, P. Sil. Th. Pyth. 174.
Étym. ἄναρχος, φῶς, μυέω.