ἀναρμόδιος

ἄναρμος

ἀναρμοστέω-ῶ
ἄν·αρμος, ος, ον, sans jointure, d’où un, indivisible, en parl. des atomes, Gal. 2, 179 ; Sext. 126, 25 Bkk.
Étym. ἀν-, ἁρμός.