ἀνάρροια

ἀναρροιϐδέω-ῶ

ἀναρροίϐδησις
ἀνα·ρροιϐδέω-ῶ, engloutir avec bruit, Od. 12, 104 ; Soph. fr. 390.
Étym. ἀνά, ῥοιϐδέω.