ἀναρροπία

ἀνάρροπος

ἀναρροφάω-ῶ
ἀνά·ρροπος, ος, ον, qui tend à remonter, qui remonte, Hpc. Mochl. 860 ; Gal. 8, 602, 623.
Étym. ἀναρρέπω.