ἀνάρρηξις

ἀνάρρησις

ἀναρρήσσω
ἀνάρρησις, εως () proclamation, publication, Dém. 244, 21 ; Eschn. 58, 20 ; DH. 5, 72, etc.
Étym. cf. ἀναρρηθῆναι.