ἀνασελγαίνω

ἀνασεύομαι

ἀνασηκόω-ῶ
ἀνα·σεύομαι (seul. ao. 3 sg. ἀνέσσυτο []) jaillir, Il. 11, 458.
Étym. ἀνά, σεύω.