ἀνασηκόω-ῶ

ἀνασθμαίνω

ἀνάσιλλος
ἀν·ασθμαίνω, respirer avec effort, Opp. H. 5, 212 ; Q. Sm. 4, 244 ; 8, 374.
Étym. ἀνά, ἀ.