ἀναστοιχειόω-ῶ

ἀναστοιχείωσις

ἀναστολή
ἀναστοιχείωσις, εως () action de ramener à ses éléments primitifs, A. Aphr. Probl. 1, 79 ; d’où régénération, Nyss. 3, 523.