ἀνατοιχέω-ῶ

ἀνατοκισμός

ἀνατολή
ἀνα·τοκισμός, οῦ () = lat. anatocismus, intérêts des intérêts, Cic. Att. 5, 21, 11.
Étym. ἀνά, τοκίζω.