ἀνατολή

ἀνατολικός

ἀνατόλιος
ἀνατολικός, ή, όν, qui concerne la région du Levant, oriental, Plut. M. 888a ; Jos. A.J. 20, 9, 7 ; ἡ ἀνατολική, E. Byz. vo Ἴχναι, l’Orient ; οἱ ἀνατολικοί, Hdn 3, 2, 4 ; 3, 4, 5, les Orientaux ||
Cp. -ώτερος, E. Byz. vo Ἑκατόμπυλος.
Étym. ἀνατολή.