ἀνατομή

ἀνατομικός

ἀνατομικῶς
ἀνατομικός, ή, όν :
1 qui concerne les dissections, Gal. 1, 37 ||
2 habile à disséquer, anatomiste, Gal. 1, 40.
Étym. ἀνατομή.