ἀνατροπιάζω

ἀνατροφή

ἀνατροχάζω
ἀνατροφή, ῆς () nourriture, éducation, DH. Rhet. 5, 3 ; Plut. M. 608c ; Luc. Anach. 20.
Étym. ἀνατρέφω.