ἀγχίπτολις

ἀγχίρροος-ους

Ἀγχίσης
ἀγχί·ρροος-ους, οος-ους, οον-ουν, qui coule auprès, A. Rh. 2, 367, 961.
Étym. ἄ. ῥέω.