ἀγχοῦ

ἄγχουρος

Ἄγχουρος
ἄγχ·ουρος, ος, ον, limitrophe de, gén. Lyc. 418 ; dat. Orph. Arg. 122.
Étym. ion. p. *ἄγχορος, de ἄ. ὅρος.