ἀνδράχλη

ἀνδράχνη

ἄνδραχνος
ἀνδρ·άχνη, ης ()
1 pourpier, plante, Th. C.P. 1, 10, 4 ; Diosc. 2, 150 ; Luc. Trag. 151 ||
2 fraisier sauvage, Th. H.P. 1, 9, 3.