ἀνδράσι

ἀνδραχθής

ἀνδράχλη
ἀνδρ·αχθής, ής, ές, qui suffit pour la charge d’un homme, Od. 10, 121 ; A. Rh. 3, 1334, etc.
Étym. ἀνήρ, ἄχθος.