ἀνδραποδωδῶς

ἀνδραποδώνης

ἀνδράριον
ἀνδραποδ·ώνης, ου () [ᾰπ] marchand d’esclaves, Ar. fr. 295.
Étym. ἀνδράποδον, ὠνέομαι.