ἀνδρειών

ἀνδρείως

ἀνδρεράστρια
ἀνδρείως, adv. virilement, Thc. 2, 64, etc. ; Xén. Cyr. 1, 3, 1, etc. ; Ar. Pax 498, etc. ; joint à εὖ : εὖ κἀνδρείως, Ar. Th. 656 ; εὖ τε καὶ ἀνδρείως, Plat. Leg. 855a ; ἀνδρείως τε καὶ εὖ, Plat. Crat. 440d, avec résolution et courage ||
Sup. ἀνδρειότατα, Plat. Pol. 262a, etc. ; El. N.A. 1, 60, etc.