ἀνδριστί

ἀνδροϐόρος

ἀνδρόϐουλος
ἀνδρο·ϐόρος, ος, ον, qui dévore les hommes, Anth. 7, 206 ; Q. Sm. 6, 247.
Étym. ἀνήρ, βιϐρώσκω.