Ἀνδρόϐουλος

ἀνδροϐρώς

ἀνδρογένεια
ἀνδρο·ϐρώς, ῶτος (ὁ, ἡ) c. ἀνδροϐόρος, Eur. H.f. 385, Cycl. 93 ; Anth. 15, 26.