ἀνδρόλαγνος

ἀνδρολέτειρα

Ἀνδρόλεως
ἀνδρ·ολέτειρα, ας, adj. f. funeste aux hommes, Eschl. Ag. 1465, Sept. 314.
Étym. ἀνήρ, ὄλλυμι.