ἀνδρολήψιον

ἀνδρολογέω-ῶ

ἀνδρολογία
ἀνδρο·λογέω-ῶ, enrôler des hommes, Luc. Tox. 58 ; Alciphr. 1, 11.
Étym. ἀνήρ, -λόγος de λέγω.