ἀνδρολογία

ἀνδρομανής

ἀνδρομανία
ἀνδρο·μανής, ής, ές [μᾰ] passionné pour les hommes, Plut. Lyc. c. Num. 3.
Étym. ἀνήρ, μαίνομαι.