ἀνδρονομέομαι-οῦμαι

ἀνδρόπαις

ἀνδροπλήθεια
ἀνδρό·παις, αιδος () enfant aux sentiments virils, Eschl. Sept. 533 ; Soph. fr. 551.
Étym. ἀνήρ, παῖς.