ἀνδροφθόρος

ἀνδρόφθορος

ἀνδροφονεύς
ἀνδρό·φθορος, ος, ον, qui provient d’un homme tué : ἀ. αἷμα, Soph. Ant. 1022, le sang d’un cadavre ; cf. τραγοκτόνον αἷμα.
Étym. ἀνήρ, φθείρω.