ἀνεδασάμην

ἀνεδάφιστος

ἀνεδέγμεθα
ἀν·εδάφιστος, ος, ον [δᾰ] non aplani, Arstt. Probl. 23, 29, 2.
Étym. ἀν-, ἐδαφίζω.