ἀνέμπλοος

ἀνεμπόδιστος

ἀνεμποδίστως
ἀν·εμπόδιστος, ος, ον, non empêché, libre, Arstt. Nic. 7, 13, 2 ; Pol. 4, 11, 3.
Étym. ἀν-, ἐμποδίζω.