ἀνενδεής

ἀνένδεκτος

ἀνένδετος
ἀν·ένδεκτος, ος, ον, inadmissible, impossible, NT. Luc. 17, 1 ; Artém. 2, 70.
Étym. ἀν-, ἐνδέχομαι.