ἀνενδοιάστως

ἀνένδοτος

ἀνενδότως
ἀν·ένδοτος, ος, ον, qui ne s’abandonne pas, ferme, Antyll. 235 ; fig. Hiérocl. (Stob. Fl. 79, 53).
Étym. ἀν-, ἐνδίδωμι.