ἀνενθουσιάστως

ἀνεννόητος

ἀνενόχλητος
ἀν·εννόητος, ος, ον, qui ne peut se faire aucune idée de, gén. Pol. 2, 35, 6 ; 11, 8, 3 ; DS. 1, 8, etc.
Étym. ἀν-, ἐννοέω.