ἀνένευσα

ἀνενθουσίαστος

ἀνενθουσιάστως
ἀν·ενθουσίαστος, ος, ον, non inspiré, non échauffé, Plut. M. 751b, 1102b.
Étym. ἀν-, ἐνθουσιάζω.