ἀνεπάϊστος

ἀνεπαίσχυντος

ἀνεπαισχύντως
ἀν·επαίσχυντος, ος, ον, irrépréhensible, qui n’a pas à rougir, NT. 2 Tim. 2, 15.
Étym. ἀν-, ἐπαισχύνομαι.