ἀνεπαισχύντως

ἀνεπαιτίατος

ἀνέπακτος
ἀν·επαιτίατος, ος, ον [ιᾱ] non accusé, sans reproche, Jos. A.J. 4, 8, 38.
Étym. ἀν-, ἐπαιτιάομαι.