ἀνέπαφος

ἀνεπαφρόδιτος

ἀνεπαχθής
ἀν·επαφρόδιτος, ος, ον [πᾰῑ] sans grâce, Alciphr. 3, 60 ||
Cp. -ότερος, Xén. Conv. 8, 15.
Étym. ἀν-, ἐπ.