ἀνεύχομαι

ἀνεφάλλομαι

ἀνεφέλκω
ἀν·εφάλλομαι (seul. part. ao. ἀνεπάλμενος) sauter sur, se précipiter sur, A. Rh. 2, 825.
Étym. ἀνά, ἐφ.