ἄνεφθος

ἀνέφικτος

ἀνεχέγγυος
ἀν·έφικτος, ος, ον, inaccessible, inabordable, Plut. M. 54d ; Luc. Halc. 3, etc.
Étym. ἀν-, ἐφικνέομαι.