Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπίδοτος
ἀν·επιδόκητος,
ος, ον,
inattendu,
Sim.
fr. 62
.
Étym.
ἀν-, ἐπιδοκέω
.