ἀνεπικελεύστως

ἀνεπίκλητος

ἀνεπικλήτως
ἀν·επίκλητος, ος, ον, non blâmable, sans reproche, Xén. Cyr. 2, 1, 22 ||
Cp. -ότερος, Xén. Ages. 1, 5.
Étym. ἀν-, ἐπικαλέω.